- συναύξω
- + V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 4,4; 4 Mc 13,27to increase [τι]
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συναύξω — Α βλ. συναυξάνω … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… … Dictionary of Greek
συναυξητικός — ή, όν, Α [συναύξω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αυξάνεται ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συναύξημα — τὸ, Α [συναύξω] η επί πλέον αύξηση, επαύξηση … Dictionary of Greek
συναύξησις — ήσεως, ἡ, Α [συναύξω / ομαι] 1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αύξηση 3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση … Dictionary of Greek